Ο
όρος Μαθησιακές
Δυσκολίες (ΜΔ)
είναι παραδοσιακά συνώνυμος με την
απροσδόκητα χαμηλή επίδοση παρόλο που
έχει δοθεί η ευκαιρία στο μαθητή και
έχουν υπάρξει οι κατάλληλες συνθήκες
για μάθηση (Lyon
et
al,
2001). Οι μαθησιακές δυσκολίες είναι
εγγενείς στο άτομο και σχετίζονται με
δυσλειτουργία του κεντρικού νευρικού
συστήματος
(Sleeter,
2010).
Μπορεί, βέβαια, να παρουσιάζονται μαζί
με άλλα χαρακτηριστικά μειονεξίας ή να
δέχονται επίδραση από εξωτερικούς
παράγοντες, όπως η κακή διδασκαλία, άλλα
δεν είναι το άμεσο αποτέλεσμα αυτών των
καταστάσεων ή επιδράσεων (Παντελιάδου,
2000). Οι μαθητές με Μαθησιακές Δυσκολίες
(ΜΜΔ) χαρακτηρίζονται από σημαντικές
δυσκολίες στην ακρόαση, την ομιλία, την
ανάγνωση, τη γραφή, τον συλλογισμό και
τα μαθηματικά. Οι δυσκολίες στην ανάγνωση
συναντώνται και ως αναπτυξιακή
δυσλεξία (Scruggs
& Mastropieri,
2003).
Είναι
γεγονός ότι είναι δύσκολο να εντοπιστούν
κοινά χαρακτηριστικά για όλα τα παιδιά
με μαθησιακές δυσκολίες, γιατί ο τρόπος
εκδήλωσης τους όσο και η πιθανή αιτιολογία
ποικίλουν. Συχνά παρατηρούνται δυσκολίες
αντίληψης, κινητικές διαταραχές,
διαταραχές προσοχής, διαταραχές μνήμης,
προβλήματα κοινωνικο – συναισθηματικής
φύσης. Ωστόσο, αυτά τα χαρακτηριστικά
παρουσιάζονται και σε άλλες κατηγορίες
ειδικών αναγκών και δε μπορούν να
αποτελέσουν σημαντικά στοιχεία κατά
τη διαφοροδιάγνωση των παιδιών με
μαθησιακές δυσκολίες. Πρέπει να τονιστεί
ότι οι διαταραχές οπτικής αντίληψης
και επεξεργασίας δε συνδέονται αιτιολογικά
με τις ΜΔ, αλλά αποτελούν μια ξεχωριστή
διαταραχή που συνυπάρχει με αυτές. Άλλοι
παράγοντες, όπως οι δεξιότητες επίλυσης
προβλημάτων, τα κίνητρα, οι γλωσσικές
δεξιότητες είναι υπεύθυνα για την ύπαρξη
ΜΔ. Ένας μαθητής είναι υποψήφιος για ΜΔ
όταν η επίδοση του είναι χαμηλότερη
κατά δύο χρόνια τουλάχιστον από την
αναμενόμενη (Παντελιάδου, 2000). Η
ασάφεια και η έλλειψη συνοχής μεταξύ
των υπαρχόντων ορισμών επηρεάζει
την αξιοπιστία και τον συνεπή
προσδιορισμό των μαθητών με ΜΔ,
επειδή οι διαδικασίες αξιολόγησης
ποικίλουν ανάλογα με τον ορισμό που
επιλέγεται να χρησιμοποιείται (Flanagan
κ.ά., 2002).
Ο
πρώτος που διατύπωσε ορισμό για τις
μαθησιακές δυσκολίες ήταν ο Kirk
το 1962. Από την εποχή του Kirk
ως τον ορισμό από την Αμερικανική Εθνική
Συντονιστική Επιτροπή για τις Μαθησιακές
Δυσκολίες (πίνακας 1) (Hammill,1990·
NJCLD,
2010),
ο οποίος είναι και ο ευρύτερα
χρησιμοποιούμενος από όλους, έχουν
προκύψει αρκετές διαφοροποιήσεις,
εξαιρέσεις ή προσθήκες (Kavale
& Forness,
2000). Στους
ορισμούς του Παγκόσμιου Οργανισμού
Υγείας και του DSM IV έγινε μια προσπάθεια
ποσοτικοποίησης των κριτηρίων διάγνωσης
των ειδικών μαθησιακών δυσκολιών, ώστε
να διευκολυνθούν οι επαγγελματίες που
τους χρησιμοποιούν.
Πιο
συγκεκριμένα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός
Υγείας στο εγχειρίδιο «Ταξινόμηση ICD –
10 Ψυχικών Διαταραχών και Διαταραχών
Συμπεριφοράς (Στεφανής κ.ά., 1997),
κατηγοριοποίησε την ειδική μαθησιακή
δυσκολία στην ανάγνωση μεταξύ των
ειδικών αναπτυξιακών διαταραχών των
σχολικών ικανοτήτων. Στη σχετική
περιγραφή γίνεται λόγος για απρόσμενη
χαμηλή επίδοση, ασυμφωνία νοητικού
δυναμικού και επίδοσης καθώς και για
παράγοντες αποκλεισμού. Επιπλέον,
τίθεται το ζήτημα της διαφοροποίησης
της ανεκτής από την υπολειπόμενη επίδοση
στις σχολικές δραστηριότητες, και
αναφέρθηκε η ανάγκη να λαμβάνεται υπόψη
η σοβαρότητα και η μεταβολή των δυσκολιών
στον χρόνο, με άλλα λόγια η αναπτυξιακή
πορεία. Εξάλλου, αναγνωρίσθηκε ότι οι
σχολικές δεξιότητες στις οποίες
εμφανίζεται το πρόβλημα πρέπει οπωσδήποτε
να διδαχθούν. Αυτό σημαίνει ότι το παιδί
πρώτα πρέπει να αποτύχει κάπου και στη
συνέχεια να γίνει η κατάλληλη παρέμβαση.
Στον
ορισμό που προτείνεται στο DSM IV της
Αμερικανική Ένωσης Ψυχολόγων, γίνεται
αναφορά σε τρία κριτήρια: α) στην
αναγνωστική
επίδοση, έτσι όπως αυτή, όταν μετριέται
με μια αξιόπιστη ατομική δοκιμασία
αναγνωστικής ακρίβειας ή/και κατανόησης,
προκύπτει να είναι σημαντικά χαμηλότερη
από ό,τι θα αναμενόταν με βάση τη
χρονολογική ηλικία, τη νοημοσύνη και
την ηλικία εκπαίδευσης, β) το πρόβλημα
(α) ασκεί σημαντική επίδραση στη γενική
ακαδημαϊκή επίδοση ή στις δραστηριότητες
καθημερινής ζωής οι οποίες απαιτούν
αναγνωστικές δεξιότητες, γ) αν υπάρχει
ένα αισθητηριακό πρόβλημα, οι ειδικές
μαθησιακές δυσκολίες μπορεί να συνδέονται
με αυτό, αλλά δεν αποτελεί αυτό το
πρόβλημα ξεκάθαρη ένδειξη ειδικής
μαθησιακής δυσκολίας (Task
Force
on
DSM
IV,
1994). Ο
ορισμός, δηλαδή, του DSM IV βασίζεται στην
έννοια της απόκλισης της επίδοσης από
τον δείκτη νοημοσύνης καθώς και τη
χρονολογική και σχολική ηλικία του
παιδιού. Επιπλέον, γίνεται χρήση κριτηρίων
αποκλεισμού, που όμως περιορίζονται
στους αισθητηριακούς παράγοντες που
μπορούν να πιστοποιηθούν από αντικειμενικά
ευρήματα μέσω εξετάσεων (Μπότσας, 2007).
Ο
πιο ευρέως χρησιμοποιούμενος στις μέρες
μας ορισμός των μαθησιακών δυσκολιών
ανήκει στην Εθνική Συντονιστική Επιτροπή
για τις Μαθησιακές Δυσκολίες (National Joint
Committee
for
Learning
Disabilities)
(βλ. πίνακα 1). Ο ορισμός αυτός είναι, όπως
αναφέρθηκε παραπάνω, ίσως, ο πληρέστερος
από όσους έχουν εμφανιστεί και σε αυτόν
ανακεφαλαιώνονται σχεδόν όλα τα γενικώς
αποδεκτά στοιχεία των προηγούμενων
προσπαθειών να οριστούν με ικανοποιητικό
τρόπο οι Μαθησιακές Δυσκολίες (Μπότσας,
2007).
Όπως
φαίνεται και από τους παραπάνω ορισμούς,
τα προβλήματα στην ανάγνωση αποτελούν
σταθερό κριτήριο για την αξιολόγηση
της ύπαρξης Μαθησιακών Δυσκολιών, καθώς
έχει διαπιστωθεί τόσο διεθνώς (Gersten et
al.,
2001), όσο και στην ελληνική πραγματικότητα
(Παντελιάδου, 2004) ότι το 80% των μαθητών
με ΜΔ έχει αναγνωστικές δυσκολίες.
Κάποιες ξένες έρευνες αναφέρουν ότι το
90% των ΜΜΔ έχουν προβλήματα στο να μάθουν
να διαβάζουν (Lyon, 1995· Vaughn κ.ά., 2002).
Σε
όλους, λοιπόν, τους ορισμούς των μαθησιακών
δυσκολιών αδιαπραγμάτευτο
χαρακτηριστικό αποτελούν τα προβλήματα
στην ανάγνωση (Kavale
& Reece, l992). Οι μαθητές με ΜΔ, όμως,
αντιμετωπίζουν πιο σημαντικές αναγνωστικές
δυσκολίες από αυτές που αντιμετωπίζουν
οι «φτωχοί» αναγνώστες, οι οποίοι δεν
έχουν χαρακτηριστεί με ΜΔ, συμπεριλαμβάνοντας
σε αυτές τις σημαντικές δυσκολίες στην
κατανόηση του κειμένου (Fuchs
et
al.,
2000). Πολλές φορές γίνεται λόγος για
ελάττωμα, αλλά ο πιο σωστός όρος για να
μιλήσει κανείς για τις μαθησιακές
δυσκολίες είναι το αναποτελεσματικότητα
ή ανικανότητα
(Kavale
& Forness,
2000). Με άλλα λόγια, ενώ οι μαθητές με ΜΔ
κατέχουν τα απαραίτητα γνωστικά εργαλεία
για την πρόσβαση στη γνώση, για κάποιο
λόγο το κάνουν με τρόπο αναποτελεσματικό.
Οι περισσότεροι ερευνητές θεωρούν ότι
αυτό οφείλεται σε αποτυχίες στον τομέα
της χρήσης στρατηγικών, καθώς και στην
ενεργοποίηση των διαδικασιών της
μεταγνώσης (Gersten
et
al.,
2001).
προσοχή: Ρωτήστε με για βιβλιογραφία